Αυτό το γεγονός δεν άφησε ασυγκίνητη την παρέα μου καθώς αφήναμε την πρόχειρη γλίστρα στο Καλαμάκι κοντά στην Διώρυγα της Κορίνθου έχοντας κάνει φιλική κατάληψη του εξάμετρου σκάφους του κολλητού μας καπετάν-Σταύρου. Αφού διανύσαμε γρήγορα την απόσταση μέχρι το Κατακάλι και σταματήσαμε σε ένα μέρος με όχι και πολύ βαθιά νερά και φυκιάδες, καθώς ο ήλιος έπαιρνε το βαθύ του κόκκινο στην ανατολή και ήταν έτοιμος να ξεπεταχτεί μέσα από την θάλασσα. Ο Σταύρος προσεκτικά είχε συγκεντρώσει διάφορα ζωντανά δολώματα πριν ξεκινήσει η ημέρα. Είχε μαζί του ένα μεγάλο Φαραώ, καμιά δεκαριά μάνες και ένα κουτάκι Αμερικάνο. Παρόλα αυτά πάντα επιμένει ότι όλα αυτά δεν συγκρίνονται σε τίποτα με τα δολώματα που μπορείς να μαζέψεις μόνος σου από την θάλασσα όπως αθερίνα, ζαργάνες, γαρίδες, πεταλίδες κλπ. Τι να τα κάνεις τα δολώματα αν δεν ξέρεις πως να τα δολώσεις. Είναι όλα άχρηστα, συνηθίζει να λέει κάνοντας τον προφέσορα στην παρέα. Η αλήθεια είναι ότι στην θεωρία δεν παίζεται άλλα εξίσου καλός είναι και στην πράξη, ακριβής και χειρουργός στις κινήσεις του.
Μέσα σε ένα περίπου μισάωρο με την εικοσάρα πετονιά Berklay Trilene Maxxx και την λευκή ματασίνα στην άκρη της, κατάφερε να πιάσει τρεις ζαργάνες περίπου 30-40 πόντους η κάθε μια. Αφού κατάφερε να τις κρατήσει ζωντανές, τις τοποθέτησε σε μία ειδικά κατασκευασμένη για δολώματα, ενσωματωμένη στο σκάφος λεκάνη με θαλασσινό νερό, προκειμένου να διατηρεί τα δολώματα φρέσκα και ζωντανά. Μερικές ακόμα ριξιές και είχαμε αρκετό δόλωμα για να ξεκινήσουμε το ψάρεμα μας. Με την βοήθεια ενός διχτυού νωρίτερα είχε καταφέρει να πιάσει και λίγη αθερίνα.
Καταπλεύσαμε γρήγορα βορειοανατολικά ανάμεσα σε δύο βραχονησίδες στην μία εκ των οποίων υπάρχει μονάδα ιχθυοκαλλιέργειας και κατά μήκος των ακτών κυλήσαμε αρόδο με τρόπο που σίγουρα άλλοι άπειροι καλαμάδες θα είχαν κολλήσει.
Αφού σβήσαμε την μηχανή μπροστά από την βραχονησίδα Οβριό, αρχίσαμε να παρασυρόμαστε από τα νερά αργά αλλά υπολογισμένα, ώσπου μας έφεραν σε ένα άπλωμα με φυκιώδη βυθό και καλή απόσταση από τα βράχια. Καθώς η ησυχία του πρωινού απλωνόταν γύρω μας, ένα τίναγμα στην επιφάνεια των νερών αποδείκνυε ότι είχαμε βρει κοπάδι κυνηγών.
Αγκιστρώσαμε μία ζαργάνα σε αγκίστρι Mustad No9 μέσα από την μύτη και την ρίξαμε κοντά στο σημείο όπου είχαμε δει την αναταραχή των νερών. Μόλις η βολή μας βρήκε τον στόχο η ζωντανή ζαργάνα άρχισε να σπαρταράει προσελκύοντας τα υποψήφια θύματα μας. Άρχισα να μαζεύω αργά με το μηχανάκι μου, ένα δυνατό Colmic XS80 με 8+1 ρουλεμάν, σχέση περιστροφής 4.1:1 και δύναμη έλκυσης 50 λιβρών, αναμένοντας ότι όλο και κάποιος κυνηγός θα ορμήσει λαίμαργα πάνω στο δόλωμα μου. Δυστυχώς έπειτα από αρκετές επαναλήψεις δεν καταφέραμε απολύτων τίποτα. Την ίδια στιγμή ο Νίκος είχε ήδη πιάσει τον πρώτο κυνηγό και ταυτόγχρονα μας υποδείκνυε με φωνές ότι δεν πρέπει να τραβάμε το δόλωμα απότομα αλλά να το αφήνουμε να ψαρέψει για εμάς. Μας προέτρεψε να αφήνουμε τα φρένα λυτά και να μην τραβάμε απότομα την πετονιά. Όταν επιτέλους καταλάβαμε τον τρόπο δεν είχαμε άλλες ζαργάνες και συμφωνήσαμε να αλλάξουμε ψάρεμα. Είχαμε πιάσει τρεις κυνηγούς και το ταμπλό έγραψε Νίκος-Υπόλοιποι 3-0. Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο.
Για να δουλέψει το ζωντανό δόλωμα σωστά πρέπει να αγκιστρωθεί στο κεφάλι, για να είναι κατάλληλο για συρτή. Για μικρά ψάρια περνάμε το αγκίστρι μέσα από τα ρουθούνια ή τα χείλη. Ένας άλλος τρόπος είναι με μία θηλιά και κόμπο γύρω από την μύτη του ψαριού εφαρμόζοντας και εγκλωβίζοντας ταυτόγχρονα το αγκίστρι ανάμεσα στον κόμπο και τα ρουθούνια. Με αυτό τον τρόπο δεν τραυματίζεται το δόλωμα και αφού είναι πιο ενεργητικό είναι και πιο αποτελεσματικό. Ενώ τα ζωντανά δολώματα μπορούν να αγγιστρωθούν ανάμεσα στα μάτια, είναι καλύτερα αν μπορούν να δουν τον θηρευτή τους, γιατί έτσι ο πανικός τους λειτουργεί ως ένδειξη για να αρχίσουμε να τραβάμε με το μηχανάκι μας.
Πολλοί έμπειροι καλαμάδες προτιμούν εργαλεία spinning για το δούλεμα ζωντανών δολωμάτων, εφόσον είναι ευκολότερο να κάνουν απαλές ψηλοκρεμαστές ρίψεις με ελαφρά δολώματα. Ένα μακρύ καλάμι, μήκους 2,40m περίπου, βοηθάει να κάνουμε ρίψεις χωρίς να φεύγει το δόλωμα από το αγκίστρι.
Μερικές φορές, πρέπει να κινείς το ζωντανό δόλωμα δελεαστικά με τρόπο που να προσελκύει τα μεγαλύτερα ψάρια θηρευτές. Καταφέρνοντας να μαζέψουμε την πετονιά στο μηχανάκι μας χωρίς να έχουμε χάσει ή καταστρέψει το ζωντανό δόλωμα, μπορούμε να το ξαναχρησιμοποιήσουμε κάνοντας οικονομία στα αποθέματα δολώματος χωρίς να έχει χάσει τα χρώματα του και την δελεαστικότητα του. Αν απλά αφήσουμε το δόλωμα να κολυμπάει ελεύθερα, υπάρχει κίνδυνος να φύγει και να το χάσουμε προσπαθώντας να κρυφτεί σε κάποια πέτρα ή τρύπα σε βράχο, και ακόμη και αν χτυπήσει κάποιο μεγάλο ψάρι να μην το αντιληφθούμε χάνοντας το πλεονέκτημα του απότομου τραβήγματος όπου και θα μπορούσε να αγκιστρωθεί το θήραμα μας.
Η μεταδιδόμενη κίνηση στο ζωντανό δόλωμα είναι τόσο παράλογη όσο και η ακινησία σε ένα τεχνητό ψαράκι συρτής. Στο κάτω κάτω, ένα ζωντανό δόλωμα υποτίθεται ότι πρέπει να συμπεριφέρεται όσο γίνεται ποιο φυσικά, που σημαίνει να το αφήνουμε να κάνει τα δικά του. Και αυτό όμως είναι σχετικό γιατί ίσως μερικές φορές, ίσως χρειάζεται κάποια υποκίνηση. Αυτό το καταλαβαίνεις με τον καιρό και με την αποκτούμενη εμπειρία.
Ο γιατρός σκόραρε ξανά. Κάνοντας μία ψηλοκρεμαστή χωρίς δύναμη ριξιά, άφησε το δόλωμα του να προσθαλασσωθεί στο σημείο που επιθυμούσε και ξεκίνησε αργά να μαγεύει την πετονιά κρατώντας το καλάμι όρθιο . Στα μισά της διαδρομής από το σημείο ρίψης μέχρι το σκάφος η επιφάνεια της θάλασσας έμοιαζε σαν να βράζει. Πέντε λεπτά αργότερα είχε φέρει στην επιφάνεια έναν κυνηγό πέντε περίπου κιλών. Είναι σημαντικό μας είπε το δόλωμα να είναι πάντα φρέσκο. Όταν το σκοτώνουμε ή το τραυματίζουμε μετά από μία ή δύο ρίψεις, πρέπει να το αλλάζουμε πετώντας το παλιό κοντά στο σημείο που ψαρεύουμε για να δουλέψει και ως μαλάγρα.
Η μέθοδος της ρίψης και υποκινούμενης δραστηριότητας του δολώματος μας, μαζεύοντας πετονιά, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική όταν τα ψάρια είναι διασκορπισμένα σε μεγάλη έκταση. Επίσης δουλεύει όταν κάνουμε συρτή με ζωντανό δόλωμα από την ακτή. Όταν κάνουμε συρτή αφρού, μεγάλα ψάρια που παραμονεύουν στο βυθό κρυμμένα σε τρύπες, πέτρες ή σε φυκιάδες, μπορεί να προσελκυστούν από απότομες αναταραχές της επιφάνειας του νερού και να αποφασίσουν να επιτεθούν.
Η διαφορά της συρτής από σκάφος με εκείνη από την ακτή υπόκειται κυρίως στο μέγεθος, το μήκος και την φόρμα του καλαμιού. Στο σκάφος χρειαζόμαστε μικρού μήκους καλάμι καθώς δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε μακριές ρίψεις εφόσον ήδη βρισκόμαστε πολύ κοντά στην ακτίνα που μας ενδιαφέρει, πλεονέκτημα που μας το παρέχει το σκάφος και επιπλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια χώρου για κινηθούμε. Φανταστείτε σε μία βάρκα 6 μέτρων να κάνουν ρίψεις τρεις τύποι με τετράμετρα καλάμια. Σίγουρα κάποιος θα βρεθεί στο νερό. Επίσης τα καλάμια θα πρέπει να είναι ενισχυμένα, δεν χρειάζεται τηλεσκοπικά αλλά καλύτερα συμπαγή, καθώς υπάρχουν πολλές πιθανότητες ο ανταγωνισμός με το θήραμα να εξελιχθεί σε αμφίρροπη μάχη. Στο ψάρεμα από την ακτή, ισχύουν τα αντίθετα, καθώς θέλουμε καλάμια μεγάλου μήκους για να μπορέσουμε να εκμεταλλευτούμε όσον τον δυνατόν περισσότερο το νόμο της μηχανικής που μας επιτρέπει α κάνουμε δυνατές και μακρινές ρίψεις, για να ψαρέψουμε σε πιο βαθιά νερά.